8.11.10

Ο κύρ-Τάκῐς και τα τσιγάρα

Ο κύρ-Τάκῐς, ο βουλκανιζατέρας, ήταν ωραίος τύπος. Λέγεται ότι είχε το καλλίτερο μαγαζί ελαστικών στην πόλη, ότι ήταν ο καλλίτερος μάστορας εκείνης της εποχής. Της εποχής που τα λάστιχα και τις σαμπρέλες τά επισκευάζαμε ξανά και ξανά με "μασσόνια" και "τιπ-τόπ" γιατί λεφτά δεν υπήρχαν για συχνές αλλαγές με καινούρια.
Άλλωστε κι οι δρόμοι τότε ήταν οι περισσότεροι χωματόδρομοι κι οι ταχύτητες μικρές, οπότε το να βάζεις κάθε τόσο καινούρια λάστιχα στο αυτοκίνητο ήταν άστοχη δαπάνη. Τά πηγαίναμε μέχρι να μήν έχουν καθόλου "τακούνι"... Μην σού πω και μέχρι να αρχίσουν να φαίνονται τα "λινά".

Τά 'φερνε καλά βόλτα ο κύρ-Τάκῐς, ο βουλκανιζατέρας... Όταν δεν ήταν πολύ μεθυσμένος τουλάχιστον... Γιατί τό 'χε αυτό το χούϊ... Απ' το πρωί κιόλας... Ξεκινούσε τη δουλειά με τσίπουρο. Αντί για καφέ, λέγεται...
Ήταν και μεγάλος πλακατζής, θυμόσοφος και καυστικός.
Και κάποιοι για να τόν ...εκδικηθούν τού είχαν κολλήσει τούτο:
Ο κύρ-Τάκῐς, λέει, ένα πράμμα ήθελε πιο πολύ στη ζωή του: Να μείνει μιά φορά ξεμέθυστος, για να κάνει μιά ...μεγάλη σούρα, να τήν ευχαριστηθεί!!!

Κάποτε είχε πέντε δραχμές, που τού 'χαν περισσέψει απ' τα πιοτά. Μπαίνει σ' ένα ταξί.
-Πού πάμε, κυρ-Τάκῐ, τόν ρωτάει ο ταξιτζής (τόν ήξεραν όλοι με το μικρό...)
-Π'θενά... Θα μί πάς ένα τάλληρου βόλτα!

Ήταν ωραίος τύπος ο κύρ-Τάκῐς. Κυκλοφορούσαν πολλές "ανεκδοτικές" ιστορίες γι' αυτόν. Άλλες αληθινές κι άλλες φτιαχτές αλλά ταιριαστές στο χιούμορ, στις πλάκες του.
Να πώς διηγούνταν ένα περιστατικό από τον πόλεμο της Αλβανίας.
«Όπως καθόμασταν στο πυροβολείο, ακούμε ένα αεροπλάνο να έρχεται.
Ετοιμαζόμαστε, σκοπεύουμε και μπουμ! μια ομοβροντία.
Τίποτα!
Ξαναγεμίζουμε, σκοπεύουμε και μπουμ! άλλη ομοβροντία.
Τίποτα!
Ματαξαναγεμίζουμε, ματασκοπεύουμε και μπουμ! κι άλλη ομοβροντία.
Τίποτα! Δεν τό πετύχαμε!
Ευτυχώς... ήταν ελληνικό...»


Όποιες άλλες θυμηθώ θα σάς τίς προσθέσω εδώ.

Η παρακάτω είναι αληθινή (τήν διηγούνταν ο ίδιος ο "παθών") αλλά μού φάνηκε και πολύ ταιριαστή στην τωρινή μας πολιτικοοικονομική κατάσταση...

Μπαίνει σ' ενα ζαχαροπλαστείο ο κύρ-Τάκῐς. Μόλις τόν βλέπει κάποιος γνωστός του τόν προσκαλεί στο τραπέζι του.
- Κάτσε να πάρεις έναν καφέ.
- Ευχαριστώ (κάθεται).
- Γκαρσόν, καφέ στον κύρ-Τάκῐ! Τί χαμπάρια, αφεντικό;
- Χμ... Έχεις κάνα τσιγάρο;
- Βέβαια, πάρε. (τού προσφέρει το πακέττο - παίρνει ένα)
- Σ' περισσεύει κι ένα για τ' αυτί;
- Πάρε, πάρε. (παίρνει ακόμα ένα, τό βάζει στο αριστερό αυτί)
- Να πάρω κι άλλο ένα για τ' άλλο τ' αυτί;
- Πάρε, κύρ-Τάκῐ! Πάρε. (παίρνει ακόμα ένα, τό βάζει στο δεξιό αυτί)
- . . . . . . . . . (ανάβει τσιγάρο, έρχεται ο καφές, τον ρουφάει με δυό-τρείς ρουφηξιές)
- Σ' περισσεύει ακόμα ένα τσιγάρο για μετά;
- Πάρε, πάρε κύρ-Τάκῐ!. (παίρνει ακόμα ένα και μετά λέει φωναχτά)
- Τόσο μαλάκας πού 'σαι, δεν μού δίνεις όλο το πακέττο καλλίτερα;;;
Κόκκαλο ο γνωστός...

Όποια, όποιος παρομοιάσει πιο επιτυχημένα τον κύρ-Τάκῐ με πρόσωπα (φυσικά ή νομικά...) της σήμερον ημέρας εν Ελλάδι, θα βραβευτεί σε ειδική τελετή!