5.7.10

Κομμουνιστικός δάκτυλος...

Μέρες του '50.
Απομεσήμερο. Κάθονταν στο τραπέζι, της κουζινο-τραπεζαρίας, το μοναδικό άλλωστε... αλλά ήταν και το πιό φωτεινό δωμάτιο, κι έγραφε τα μαθήματα της άλλης μέρας. Για να τό σκάσει μετά για παιχνίδι.
Η μητέρα του στο νεροχύτη, έπλενε τα πιάτα.
Η πόρτα του σπιτιού, όπως όλες σχεδόν τότε, ήταν ανοιχτή. Με την έννοια ότι υπήρχε ένα σχοινάκι που τό τραβούσες απ' έξω κι άνοιγε.
Υπήρχε κι ένα κουδούνι, μια "πεταλούδα" που τήν έστριβες κι έκανε ένα «ντρίιιιιν», όπως στα ποδήλατα, αλλά σπάνια χρησιμοποιούνταν. Δεν βόλευε γιατί δεν άνοιγε «εξ αποστάσεως» η πόρτα... Έπρεπε κάποιος να κατεβεί ώς την εξώπορτα για να ανοίξει.
Το ηλεκτρικό ρεύμα τότε μόνο για φωτισμό χρησιμοποιούνταν και για το ραδιόφωνο. Ακόμα και τα περισσότερα σίδερα σιδερώματος με κάρβουνα τά ζέσταιναν. Και τα ψυγεία ήταν με πάγο. «Παγωνιέρες» τά έλεγαν. Και λίγοι είχαν ηλεκτρικές κουζίνες. Οι άλλοι είτε με "μασίνες" (με ξύλα) είτε με "γκαζιέρες" (με πετρέλαιο) μαγείρευαν.


Ο χωροφύλακας τράβηξε το σχοινάκι και μπήκε. Προσπέρασε το άδειο "γραφείο", μπήκε στην κουζίνα.

- Καλ'σπέρα, κυρ-Αλιξάντρα! Ο κυρ-Αλέκους δεν είν' εδώ;
- 'Εξω. Δεν ξέρου, δεν ήρθι για φα'ί'.
- Τούν ήθελα για κάτι...
- Κάτσι. Δεν θ' αργήσ', π'στεύω. Να φτιάξου καφέ;
- Θα κάτσου. Τούν θέλου οπωσδήποτα. Κάνε έναν, αν δεν σ' κάνει κόπο. Γλυκύ βραστό.
- Τίποτα. Πώς πάει η υπηρεσία;
- Τα ίδια και τα ίδια... Περιπολία. Τέσσιρ'ς ώρες μέρα. Τέσσιρ'ς νύχτα. Τά ξέρ'ς.
..................
- Ου χουρουφύλακας όμως είνι χουρουφύλακας εικοσ'τέσσιρις ώρις του εικοσ'τιτράωρου...
..................
- Ιχτές του βράδ', ικεί στουν πλάτανου, ξέρ'ς τί πήγι να μ' κάν' ένας; Ου τσαγκάρ'ς; Ου κουμμουνιστής;
- Ο καφές σ'. Θέλ'ς κι ένα γλυκό;
- Όχι, ιφχαριστώ.
- Τίποτα.
- Όπους πέρναγα, κ'τάω... τί να ιδώ... Τα κλειδιά στ'ν πόρτα απ' του μαγαζί τ' !!!
..................
- Ά! τουν άτιμου, είπα, τ' άφσι ιπίτηδις... Να τούν κλέψ' κανένας... Να λέει μιτά ότι η Χουρουφυλακή δεν κάν' τ' δ'λιά τ'ς καλά!!!
- Μπουρεί να τά ξέχασι... Γέρους είνι...
- Ά! μπά! Τ'ς ξέρου ιγώ αφ'νούς... Κλείδουσα του μαγαζί τ', πήρα τα κλειδιά, κι πήγα σπίτι τ'. Τούν πήρα από κεί και κατευθείαν στου Τμήμα για ανάκρισ'. Όλη τ' νύχτα! Το παλιοκουμούν'...
- Δεν είχι ανακατευτεί...
- Ουόχι... Συνοδοιπόρους... Το ίδιου κάν'...

Συνέχισε το γράψιμο. Είχε σταματήσει για ν' ακούσει την κουβέντα. Τόν έξερε τον γέροντα, ήταν κοντά το μαγαζί, μιά τρύπα.
Μπαλώματα έβαζε σε παπούτσια με το "έμβολο"... Έφτιαχνε και κάνα τακούνι, καμμιά σόλα που τρύπαγε. Τόν έστελνε συχνά-πυκνά η μάνα του εκεί για τέτοια.
Ένα αγαθώτατο γεροντάκι, μόνο τη γριά του είχε. Ο γυιός του είχε σκοτωθεί στο αλβανικό μέτωπο. Η κόρη του εργάτρια στην Αυστραλία.
Τόν έξερε τον γέροντα, δεν τού καλοστάθηκε η ιστορία του χωροφύλακα.
Τί να πεί όμως;
Έκλεισε τα τετράδια, πήρε το τόπι και ξεπόρτισε. Προς τον παιδικό παράδεισο.

Θα περνούσαν χρόνια για να περάσει την ιστορία από "κρισσάρα"...